Μηνόφαντος

Μηνόφαντος
Μηνόφαντος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μηνόφαντος — Έλληνας γλύπτης που έζησε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Συνήθως φιλοτεχνούσε αντίγραφα παλαιοτέρων γλυπτών. Ένα από αυτά –άγαλμα της θεάς Αφροδίτης– με επιγραφή όπου αναφέρεται το όνομά του, βρέθηκε στην Ιταλία στα μέσα του 18ου αι …   Dictionary of Greek

  • Μηνοφάντου — Μηνόφαντος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηνόφαντον — Μηνόφαντος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”